ἀπεργασίᾳ

ἀπεργασίᾳ
ἀπεργασίαι , ἀπεργασία
finishing off
fem nom/voc pl
ἀπεργασίᾱͅ , ἀπεργασία
finishing off
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπεργασία — ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc/acc dual ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεργασία — ἀπεργασἰα, η (Α) 1. αποπεράτωση, εκτέλεση 2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα 3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι 4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • ἀπεργασίας — ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem acc pl ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίαν — ἀπεργασίᾱν , ἀπεργασία finishing off fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”